πιάσιμο — το 1. το να πιάνει κανείς κάτι, σύλληψη, άρπαγμα, άγγιγμα: Μετά το πιάσιμο του αρχηγού διαλύθηκε η ομάδα. – Το πιάσιμο της λαβίδας γίνεται με ορισμένο τρόπο. 2. αφή: Από το πιάσιμο κατάλαβα πως ήταν κάλπικη η λίρα. 3. ριζοβόλημα φυτού: Το πιάσιμο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
άδραγμα — το [αδράχνω] 1. βίαιο πιάσιμο, άρπαγμα 2. ακαμψία μέλους τού σώματος, «πιάσιμο» 3. «κάψιμο», η καταστροφή τών δημητριακών που προκαλείται, όταν μετά από βροχή επακολουθήσει καύσωνας … Dictionary of Greek
λαβή — η (AM λαβή) 1. το μέρος ενός αντικειμένου από το οποίο μπορεί κάποιος να τό πιάσει ή να τό κρατήσει ή να τό χρησιμοποιήσει, χερούλι, χέρι, πιάσιμο (α. «λαβή στάμνας» β. «λαβή όπλου» γ. «τὸν εἰς τὴν τέχνην ἐλέφαντα εἰς μαχαιρῶν λαβάς», Δημοσθ.) 2 … Dictionary of Greek
πιάσμα — το, Ν 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού πιάνω και πιάνομαι, το πιάσιμο 2. (για δοχεία) η λαβή, το χερούλι («έσπασε το πιάσμα τής κανάτας») 3. το μέσο που χρησιμοποιεί κάποιος για να λάβει, να πιάσει κάτι, η πιάστρα («κατεβάζω το τσουκάλι από τη … Dictionary of Greek
σκι — Με το όνομα αυτό χαρακτηρίζουμε τόσο το άθλημα, όσο και τα ειδικά χιονοπέδιλα με τα οποία γίνεται. Τα πέδιλα αυτά είναι δύο μακριά πατίνια γυρισμένα προς τα πάνω στην άκρη, που αρχικά τα κατασκεύαζαν από ξύλο και τώρα, με τη συνδιασμένη… … Dictionary of Greek
-ιμο — κατάλ. αφηρ. ουδ. ουσ. που δηλώνουν τη ρηματική ενέργεια ή και το αποτέλεσμά της. Πρόκειται για την αρχ. κατάλ. ιμον, ουδ. τής ιμος (πρβλ. εδώδ ιμος, σκόπ ιμος, τρόφ ιμος). Στη Νέα Ελληνική η κατάλ. εμφανίζεται με τις επαυξημένες μορφές σιμο,… … Dictionary of Greek
άγρευση — η (Α ἄγρευσις) [ἀγρεύω] νεοελλ. Ναυτ. (κν. πεσκάρισμα ή ντράγκα) η αναζήτηση και ανέλκυση αντικειμένων που έχουν βυθιστεί στον βόρβορο τού βυθού τής θάλασσας και δεν εξέχουν από τον πυθμένα, όπως στην περίπτωση αποκοπής τής αλυσίδας τής άγκυρας,… … Dictionary of Greek
αγκίστρωμα — το [αγκιστρώνω] 1. σύλληψη, πιάσιμο ψαριού στο αγκίστρι 2. τοποθέτηση δολώματος σε αγκίστρι 3. ανάρτηση από άγκιστρο, γάντζωμα … Dictionary of Greek
αδραξιά — και δραξιά, η [αδράχνω] 1. βίαιο πιάσιμο, άρπαγμα, γράπωμα 2. η ποσότητα που μπορεί να χωρέσει στη χούφτα, η χουφτιά … Dictionary of Greek
ανάλαβος — η, ο (Μ ως ουσιαστικό ἀνάλαβος, ο) νεοελλ. 1. αυτός που δεν έχει λαβή ή πιάσιμο για να μπορέσει κανείς να τόν σηκώσει 2. αυτός που δεν μπορεί κανείς να τόν σηκώσει λόγω τού βάρους του, ασήκωτος 3. αυτός που διαφεύγει επιτήδεια κάποια δυσχέρεια, ο … Dictionary of Greek